προσκοπώ

προσκοπώ
-έω, Α [σκοπῶ]
1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων
2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῑν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.)
3. προβλέπω
4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῑν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.)
5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος, ανιχνευτής, κατοπτεύω («ἐγὼ δ' Ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα», Αριστοφ.)
6. προτιμώ («πατρὸς δωμάτων προὐσκεψάμην τοὐμὸν», Ευρ.)
7. παθ. προσκοποῡμαι, -έομαι
εξετάζομαι ή καθορίζομαι εκ τών προτέρων
8. φρ. «προσκοπῶ εἴς τι» — προνοώ για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκοπῶ — προσκόπτω strike aor subj pass 1st sg (attic epic doric) προσκοπέω consider beforehand pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσκοπέω consider beforehand pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσκοπέω consider beforehand pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσκεπτος — ἀπρόσκεπτος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος 2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • απρόσκοπος — (I) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος 2. ανεξερεύνητος, άγνωστος 3. απροσδόκητος. (II) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκόπτω] 1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει 2. άμεμπτος, αθώος 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσκέπτομαι — Α θεωρώ, σκέπτομαι από πριν, προσκοπῶ* …   Dictionary of Greek

  • προσκόπησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκοπῶ] πρόβλεψη, πρόνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”